κατσιδιάρης

κατσιδιάρης
-α, -ικο
βλ. κασιδιάρης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κασιδιάρης — I Ονομασία δύο βουνών. 1. Βουνό (υψόμ. 1.011 μ.) της Θεσσαλίας. Βρίσκεται στα όρια των νομών Λαρίσης και Φθιώτιδος. Ονομάζεται και Ναρθάκι. 2. Βουνό (υψόμ. 1.329 μ.) του νομού Ιωαννίνων. Ονομάζεται και Σούτιστα. II Οικισμός (41 κάτ.) του νομού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”